-
1 πρόσφατος
πρόσφᾰτος, ον,A fresh, not decomposed, of a corpse miraculously preserved,νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ π. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Il.24.757
; νεκρὸς π. Hdt.2.89, 121.έ; τροφὴ ἔτι π. (sc. before digestion begins) Arist.PA 675b32; [ζῷα] τὰ πεπωκότα πόμα π. which have taken a recent drink, Id.HA 520b31;πορφύρας.. πρόσφατον τὸ ἄνθος ἔτι φυλαττούσης Plu.Alex.36
; of fish, Antiph.218.1, Men.462.4, PMich.Zen.72.8 (iii B.C.);ἐχῖνοι Posidipp.14
; of poultry, Gal.Vict.Att.8; [ κρέα] Hp.Acut. (Sp.) 49, cf. Sor.2.15, al.; ; ζῷα π., opp. salted, D.S.3.31, cf. Gal.6.728;ἄλφιτα καὶ ἄλητα Hp. Vict.2.44
, gloss on ποταίνια in Acut.37; καρποί, ἔλαιον, Arist.Pr. 926a30, 927a29; ῥίζαι [σιλφίου] Thphr.HP6.3.5; , Sor. 1.51;φῦκος Agatharch.35
;νάρδος Dsc.1.7
;χιών Plb.3.55.1
;παγάν Pi.P.4.299
(unless πρόσφατον ξενωθείς = recently entertained); ὕδωρ newly-drawn well-water, Plu.2.690c;ποτόν Porph.Marc.4
; αἷμα uncoagulated, opp. πεπηγότες θρόμβοι, Hp.Epid.7.10; [καταμηνίων ῥύσις] -ωτέρα Arist.GA 764a6
; σπέρμα, οὖρον, Id.Pr. 924b28, 907b25.2 of events and actions, recent, (lyr.); ;ὀργή Lys.18.19
; ;φόβος Aen.Tact.3.1
;φθόνος Plu.Them.24
;θεωρίαι καὶ μαθήσεις Arist.EE 1237a24
; ; λύπη defined asδόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας Zeno Stoic.1.52
;ἀτύχημα Plb.1.21.9
;εὐεργεσίαι Id.2.46.1
; [ πράγματα] Plu.2.146b; ὄγκοι ( = οἰδήματα) Gal.18(2).145; βήξ, i.e. not yet chronic, Sor.1.123, cf. 2.46; γάλα, i.e. lately begun to be secreted, Id.1.89; of persons, recent in date, of Homer, Arist. Mete. 351b35; μάρτυρες.. οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ π. Id.Rh. 1375b27: used predicatively, χρόνοι [τοῖς πλουσίοις] τοῦ δίκην ὑποσχεῖν.. δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ' ἕωλα.. ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ' ἀφικνεῖται, τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος π. κρίνεται the cases of us poor men are served up fresh, D.21.112; νεαλὴς καὶ π. fresh (because recently imprisoned), Id.25.61.3 new,οὐκ ἔστι πᾶν π. ὑπὸ τὸν ἥλιον LXX Ec.1.9
; οὐκ ἔσται ἐν σοὶ θεὸς π. ib.Ps.80(81).10;ὁδὸν π. καὶ ζῶσαν Ep.Hebr.10.20
;ἀεὶ ἡδίων ἡ π. ἀφροδίτη Alciphr.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφατος
-
2 ξενόω
1 entertain as a guest, pass. ( Δαμόφιλος)πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς P. 4.299
met., ὕδατι Κασταλίας ξενωθείς (sc. Κάρρωτος, charioteer of Arkesilas in the Pythian games) P. 5.31 -
3 πρό-σφατος
πρό-σφατος, kurz zuvor, frisch geschlachtet, getödtet; ἑρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖται, Il. 24, 757; νεκρός, Her. 2, 89. 121, 5; übh. frisch, von der Zeit, neuerlich, jüngst, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωϑείς, Pind. P. 4, 299; τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασϑ' αἷμα προσφάτοις δίκαις, Aesch. Ch. 793; Her. 2, 89. 121; ὀργή, Lys. 18, 19; Dem. 25, 61 setzt νεαλὴς καὶ πρόσφατος dem τεταριχευμένος entgegen; καὶ νεουργής, Plut. Pericl. 13; – προσφάτως, neulich, Pol. 3, 37, 11 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 374.
-
4 Θήβα]
Θήβα]1 *qh=bai, the city Thebes.εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς P. 4.299
κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων I. 3.12
] ι οἶά ποτεΘήβᾳ[ Pae. 18.8
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.2 daughter of Asopos and Metopa.ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.85
μᾶτερ ἐμά χρύσασπι Θήβα I. 1.1
ὦ μάκαιρα Θήβα I. 7.1
τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Pae. 1.7
εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195. test., Paus. 5. 22. 6, τοιαῦτα δὴ ἕτερα ᾖσε Πίνδαρος ἐς Θήβην τε καὶ ἐς Δία (sc. ὡς ἐμείχθησαν) fr. 290. -
5 πρόσφατος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий